- ποικίλοις
- ποικίλοςmany-colouredmasc/neut dat pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
VESTIS — primi hominis innocentia fuit, cui postquam iniquitas successit, vidit se nudum esse, et consutis foliis fecit sibi subligacula, Genes. c. 3. v. 7. ut sic membris minime honestis honorem circumponeret, prout loquitur Paulus 1. Corinth. c. 12. v.… … Hofmann J. Lexicon universale
κάλλος — (I) ό βλ. κάλος (II). (II) το (AM κάλλος) η ωραιότητα, η καλλονή, η ομορφιά (α. «το ελληνικό κάλλος» β. «αἵ κάλλει ἐνίκων φῡλα γυναικῶν», Ομ. Ιλ.) νεοελλ. στον πληθ. τα κάλλη τα θέλγητρα, οι χάρες («μπρος στα κάλλη τί ν ο πόνος») αρχ. 1. (για… … Dictionary of Greek
περιπίπτω — ΝΜΑ μτφ. εμπίπτω, εμπλέκομαι σε μια κατάσταση, ιδίως δυσάρεστη («ὅταν πειρασμοῑς περιπέσητε ποικίλοις», ΚΔ) νεοελλ. 1. περιέρχομαι σε χειρότερη κατάσταση, καταντώ («ο άρρωστος περιέπεσε σε κώμα») 2. υποπίπτω («ο κατηγορούμενος περιέπεσε σε… … Dictionary of Greek
συμβολογράφημα — τὸ, Μ [συμβολογραφῶ] αυτό που έχει γραφεί με σύμβολα, αυτό που έχει γραφεί συμβολικά («ὁ νόμος δὲ πολλοῑς καὶ ποικίλοις συμβολογραφήμασι ταύτην προϋπεσκίασε», Γερμ. Κωνστ.) … Dictionary of Greek
τρεπτικός — ή, όν, Α [τρεπτός] 1. ο δεκτικός τροπής, ο μεταβλητός («σώμασιν... οὐ τρεπτικοῑς, οὐδὲ ποικίλοις, οὐδὲ ἐκλελυμένοις», Μάξ.) 2. αυτός που μπορεί να επιφέρει μεταβολή («τρεπτικὸν τῆς ὕλης», Πλωτίν.). επίρρ... τρεπτικῶς ΜΑ με περίπλοκο τρόπο … Dictionary of Greek
ИАКОВА ПОСЛАНИЕ — в составе НЗ одно из Соборных Посланий, автором к рого традиционно считается Иаков, брат Господень. Текстология Текст Послания впервые засвидетельствован в папирусных фрагментах III в. P20 (включает Иак 2. 19 3. 2, 4 9), P23 (Иак 1. 10 12, 15 16) … Православная энциклопедия